- ξερίζωμα
- [ксэризома] ουσ. о. выкорчевывание, вырывание с корнем.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ξερίζωμα — το [ξεριζώνω] 1. βίαιο τράβηγμα, βγάλσιμο φυτού ή δέντρου από το χώμα με τις ρίζες του, εκρίζωση 2. μτφ. ολοκληρωτική καταστροφή, αφανισμός, ξεκλήρισμα 3. μτφ. βίαιη και οριστική απομάκρυνση από το σπίτι ή από την πατρίδα, ξεσπίτωμα, εκπατρισμός… … Dictionary of Greek
ξερίζωμα — το, ατος 1. το βγάλσιμο δέντρου ή φυτού με τις ρίζες του. 2. μτφ., καταστροφή, αφανισμός: Το ξερίζωμα του Ελληνισμού της Πόλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκρίζωση — η και ξερίζωμα, το (Μ ἐκρίζωσις και ἐκρίζωμα) απόσπαση από τη ρίζα, ξερίζωμα («εκρίζωση αμπελιού») νεοελλ. 1. η συγκομιδή με ειδικές εκριζωτικές μηχανές τών φυτών που καλλιεργούνται για τις ρίζες (βολβούς) τους 2. ιατρ. «εκρίζωση όγκου» η… … Dictionary of Greek
έκσπασις — ἔκσπασις, η (Α) τράβηγμα, ξερίζωμα («τριχῶν πένθιμον ἔκσπασιν», Ευστάθ.) … Dictionary of Greek
αλωνία — Τρία είδη φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική τους ονομασία είναι αλχάγιο και, το καθένα χωριστά, αλχάγιο το ελληνικό, αλχάγιο το καμήλιο και αλχάγιο το μαυριτανικό. Είναι φυτά φρυγανώδη με πολλά αγκαθωτά κλαδιά και μικρά φύλλα. Τα … Dictionary of Greek
αλωνιά — Τρία είδη φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική τους ονομασία είναι αλχάγιο και, το καθένα χωριστά, αλχάγιο το ελληνικό, αλχάγιο το καμήλιο και αλχάγιο το μαυριτανικό. Είναι φυτά φρυγανώδη με πολλά αγκαθωτά κλαδιά και μικρά φύλλα. Τα … Dictionary of Greek
ανάσπασμα — (I) το (Μ ἀνάσπασμα) [ανασπώ] το ξεριζωμένο φυτό νεοελλ. το ξερίζωμα φυτού μετά τη συγκομιδή του καρπού του. (II) το [ανασπάζομαι] ο ασπασμός ιερού λειψάνου, εικόνας, νεκρού, του χεριού κληρικού … Dictionary of Greek
ανασπαστήρας — ο [ανασπώ] εργαλείο που χρησιμοποιείται για το ξερίζωμα φυτών … Dictionary of Greek
αποψίλωση — η (AM ἀποψίλωσις) 1. η γύμνωση μιας έκτασης από βλάστηση με ξερίζωμα ή ολοκληρωτικό κάψιμο των φυτών της 2. η τέλεια αποστέρηση κάποιου από κάτι αρχ. 1. η ολοκληρωτική αφαίρεση των τριχών, η αποτρίχωση, το μάδημα 2. (για αμπέλι) απογύμνωση από… … Dictionary of Greek
βγαλσιά — και βγαρσιά, η 1. εξαγωγή, ξερίζωμα 2. έξοδος («ο Χάρος έχει μπασιά, μα δεν έχει βγαλσιά») 3. το μέρος απ όπου βγαίνει κάποιος ή κάτι («η βγαλσιά της ρεματιάς») 4. το μέρος απ όπου αναβλύζει νερό («η βγαλσιά του βράχου») … Dictionary of Greek
βοτάνισμα — το (Μ βοτανισμός, ο) [βοτανίζω] το ξερίζωμα των άγριων φυτών από καλλιεργημένη περιοχή … Dictionary of Greek